- σιάλωση
- η, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιαλώνω, η επάλειψη με σάλιο, σάλιωμα2. φυσιολ. η έκκριση σάλιου και η διαβροχή με αυτό τών τροφών κατά τη μάσηση, η οποία αποτελεί και την πρώτη φάση τής πέψης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. σιάλωσις, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.